-
1 παρακοπή
παρα-κοπή, ἡ, metaph., (Aπαρακόπτω 11
) infatuation, frenzy, A.Ag. 223 (lyr.), Eu. 329 (lyr.);ἔστιν ὁ γέλως π. τις καὶ ἀπάτη Arist.Pr. 965a14
; λύττα καὶ π. D.S.15.7, cf. Dsc.4.68;π. φρενῶν J.BJ1.25.4
: pl., Demetr.Lac.Herc.1012.30, Iamb.Myst.3.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακοπή
См. также в других словарях:
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek
Λύκτος ή Λύττος — Αρχαία πόλη της Κρήτης. Ήταν χτισμένη στο όρος Αργαίο, παρακλάδι της Ίδης, και βρισκόταν ΝΑ της Κνωσού, σε μικρή απόσταση από το Λιβυκό πέλαγος. Στην επικράτειά της περιλαμβάνονταν επίσης τα νησιά Μινώα και Στρογγύλη και οι πόλεις Μίλατος και… … Dictionary of Greek